- κατέστειλε
- καταστέλλωput in orderaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βαλέριος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Β. Αντίας (Valerius Antias, 1ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος χρονογράφος. Τα Χρονικά του (75 τόμοι) αναφέρονται στην ιστορία της Ρώμης από την κτίση της έως τον θάνατο του Σύλλα. Ο Τίτος Λίβιος και ο Πλούταρχος τον… … Dictionary of Greek
Γαλλική Επανάσταση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τρεις μεγάλες επαναστάσεις στην ιστορία της σύγχρονης Γαλλίας (1789 92, 1830 και 1848), με σημαντικότερη ασφαλώς την πρώτη, που εισήγαγε το πολίτευμα της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής (κοινοβουλευτικής) δημοκρατίας.… … Dictionary of Greek
Γκραντενίγκο — (Gradenigo).Επώνυμο οικογένειας Βενετών δόγηδων. 1. Πιέτρο (1251 – 1311). Διετέλεσε δόγης από το 1289 έως το 1311. Θέσπισε την εισδοχή στο Μέγα Συμβούλιο ορισμένων οικογενειών ευγενών, καθιερώνοντας έτσι ολιγαρχικό καθεστώς της ανώτερης… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Σεμίραμις — I Ελληνοποιημένος τύπος του συριακού Σαμμουραμάτ, όνομα θρυλικής Ασσυρίας βασίλισσας, τις περιπέτειες της οποίας διηγούνται διάφοροι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις αυτές, η Σ. ήταν σύζυγος του βασιλιά Νίνου και μετά τον… … Dictionary of Greek
Συρακούσες — Όνομα δύο πόλεων, μια στην Ευρώπη και η άλλη στην Αμερική. 1. Πόλη της Σικελίας (ιταλ. Siracusa), πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.109 τ. χλμ., με 125.445 κατ.). Έδρα σημαντικών βιομηχανιών μεταλλουργίας, χημικών προϊόντων, τροφίμων και… … Dictionary of Greek
επαινετός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ναύαρχος του Πτολεμαίου του Λάγου (4ος αι. π.Χ.). Μαζί με τον στρατηγό Άγι, κατέστειλε την επανάσταση που ξέσπασε το 312 π.Χ. στην Κυρήνη. 2. Συγγραφέας έργων μαγειρικής (1ος αι. π.Χ.). Αναφέρεται από τον Αθήναιο.… … Dictionary of Greek
κινηματικός — ή, ό [κίνημα] 1. αυτός που αναφέρεται ή έχει σχέση με το κίνημα ή με την κίνηση («η εξουσία κατέστειλε τις κινηματικές ενέργειες») 2. αυτός που χρησιμεύει στη μετάδοση κίνησης 3. φυσ. το θηλ. ως ουσ. η κινηματική κλάδος τής φυσικής και… … Dictionary of Greek
παναμάς — I O Παναμάς καταλαμβάνει το πιο στενό τμήμα του κεντροαμερικανικού ισθμού και προχωρεί σε σχήμα «S» από τη μεθόριο με την Kόστα Pίκα στα δυτικά ώς τη μεθόριο με την Kολομβία στα ανατολικά. Tα πιο διαμήκη σύνορα της χώρας όμως είναι τα φυσικά, που … Dictionary of Greek
Αβδούλ, Μετζίτ — (1823 – 1861). Τούρκος σουλτάνος. Ήταν πρωτότοκος γιος του Μαχμούτ Β’, τον οποίο και διαδέχτηκε σε ηλικία δεκαπέντε ετών και σε κρίσιμη, για την Τουρκία, περίοδο, λόγω της εμπόλεμης κατάστασης με την Αίγυπτο. Μετά τη σύναψη σχετικής συνθήκης, με… … Dictionary of Greek